Η Μαντώ Μαυρογένους (Τεργέστη, 1796 - Πάρος, Ιούλιος 1840) ήταν Ελληνίδα αγωνίστρια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 με καταγωγή από τη Μύκονο. Για τη συνολική της προσφορά στον αγώνα, τιμήθηκε από τον Καποδίστρια με τον βαθμό της Αντιστρατήγου. Διώχθηκε και εξορίστηκε από τον πολιτικό Ιωάννη Κωλέττη και τελικά πέθανε πάμφτωχη στην Πάρο καθώς είχε ξοδέψει όλη της την περιουσία για τον αγώνα.
Γεννήθηκε στην Τεργέστη το 1796 με το βαπτιστικό όνομα Μαγδαληνή και ήταν κόρη του εμπόρου και μέλους της Φιλικής Εταιρείας, Νικόλαου Μαυρογένη και της Ζαχαράτης Μπάτη.
Οι γονείς της κατάγονταν από τη Μύκονο αλλά έμεναν στην Τεργέστη ήδη δέκα χρόνια, επειδή ο πατέρας της Νικόλας ήταν σπαθάρης (υπασπιστής) του ηγεμόνα της Μολδαβίας και η μητέρα της, η Ζαχαράτη, ήταν δραστήρια γυναίκα που διηύθυνε εκεί τις εμπορικές υποθέσεις του άντρα της.
Ένας από τους προγόνους της, ο μεγάλος θείος του πατέρα της, Νικόλαος Μαυρογένης, ήταν Δραγουμάνος του Στόλου και Πρίγκιπας της Βλαχίας. Εγκαταστάθηκαν στην Τεργέστη και εκεί ο πατέρας της Νικόλαος ασχολήθηκε με το εμπόριο. Λίγο καιρό πριν την Επανάσταση μετακόμισε με τον Θείο της τον Παπα-Μαύρο στην Τήνο. Ήταν μια όμορφη γυναίκα αριστοκρατικής καταγωγής, μεγάλωσε σε μια μορφωμένη οικογένεια, επηρεασμένη από την εποχή του Διαφωτισμού.
Με πλοία εξοπλισμένα με δικά της έξοδα, καταδίωξε διακόσιους Αλγερινούς που λυμαινόταν τις Κυκλάδες και αργότερα πολέμησε στην Κάρυστο, στη Φθιώτιδα και στη Λιβαδειά. Κάτοχος της γαλλικής γλώσσας, συνέταξε συγκινητική έκκληση προς τις γυναίκες της Γαλλίας, ζητώντας τη συμπαράστασή τους στον πληθυσμό της Ελλάδας. Επίσης εκτός από τα Γαλλικά, μιλούσε άπταιστα Ιταλικά, αλλά και Τουρκικά.
Εξόπλισε δύο επανδρωμένα και «ιδιωτικά» πλοία με δικά της έξοδα, με τα οποία καταδίωξε τους πειρατές που επιτέθηκαν στη Μύκονο και σε άλλα νησιά των Κυκλάδων. Στις 22 Οκτωβρίου 1822, οι Μυκονιάτες απωθούσαν τους Οθωμανούς Τούρκους υπό την ηγεσία της, οι οποίοι αποβιβάστηκαν στο νησί. Εξόπλισε και εφοδίασε 150 άνδρες για να εκστρατεύσει στην Πελοπόννησο και έστειλε δυνάμεις και οικονομική υποστήριξη στη Σάμο, όταν το νησί απειλήθηκε από τους Τούρκους. Αργότερα, η Μαυρογένους έστειλε ένα άλλο σώμα πενήντα ανδρών στην Πελοπόννησο, οι οποίοι συμμετείχαν στην άλωση της Τριπολιτσάς από τους Έλληνες. Επίσης ξόδεψε χρήματα για την ανακούφιση των στρατιωτών και των οικογενειών τους, αλλά και για την προετοιμασία μιας εκστρατείας προς τη Βόρεια Ελλάδα με την υποστήριξη πολλών φιλελλήνων.
Αργότερα δημιούργησε έναν στόλο έξι πλοίων και πεζικό αποτελούμενο από δεκαέξι λόχους με πενήντα άντρες το καθένα και έλαβε μέρος σε επιχειρήσεις στην Κάρυστο το 1822 και χρηματοδότησε την εκστρατεία της Χίου, όμως δεν κατάφερε να εμποδίσει τη σφαγή της Χίου. Μια άλλη ομάδα πενήντα ανδρών στάλθηκε για να ενισχύσει τον Νικηταρά στη μάχη των Δερβενακίων. Όταν ο οθωμανικός στόλος εμφανίστηκε στις Κυκλάδες, επέστρεψε στην Τήνο και πούλησε τα κοσμήματά της για τη χρηματοδότηση του εφοδιασμού και εξοπλισμού των 200 ανδρών που πολεμούσαν τον εχθρό και περιέθαλψε δύο χιλιάδες ανθρώπους που είχαν επιβιώσει από την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου. Οι άντρες της συμμετείχαν σε αρκετές άλλες μάχες όπως αυτές του Πηλίου, Φθιώτιδας και της Λιβαδειάς.
Η Μαντώ απηύθυνε έκκληση στις γυναίκες του Παρισιού και του διαφωτισμού στην Ευρώπη ώστε να πάρουν το μέρος των Ελλήνων. Μετακόμισε στο Ναύπλιο το 1823, για να βρίσκεται στον πυρήνα του αγώνα, αφήνοντας την οικογένειά της η οποία περιφρονούταν ακόμα και από τη μητέρα της λόγω των επιλογών της. Την εποχή εκείνη η Μαυρογένους γνώρισε τον Υψηλάντη με τον οποίον και αρραβωνιάστηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα. Σύντομα, έγινε διάσημη σε όλη την Ευρώπη για την ομορφιά και την ανδρεία της. Αλλά τον Μάιο του ίδιου χρόνου, το σπίτι της κάηκε τελείως και η περιουσία εκλάπη. Μετά από αυτό πήγε στην Τρίπολη για να είναι μαζί με τον Υψηλάντη, ενόσω ο Παπαφλέσσας της παρείχε τροφή.
Για τον Αγώνα διέθεσε όλη της την περιουσία. Όταν ο πόλεμος τελείωσε, για τη συνολική δραστηριότητά της ο Ιωάννης Καποδίστριας της απένειμε — τιμή μοναδική σε γυναίκα — το αξίωμα της Αντιστράτηγου επί τιμή και της παραχώρησε μια κατοικία στο Ναύπλιο, όπου και μετακόμισε. Είχε στην κατοχή της ένα σπαθί κειμήλιο με την επιγραφή «Δίκασον Κύριε τους αδικούντας με, τους πολεμούντας με, βασίλευε των Βασιλευόντων». Το ξίφος αυτό λέγεται ότι προέρχεται από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου και ότι η Μαυρογένους το έδωσε στον Καποδίστρια.
Στον αρραβώνα της Μαντούς με τον Υψηλάντη αντιτάχθηκαν πολλοί από ισχυρούς πολιτικούς, οι οποίοι είδαν την ενοποίηση των δύο αυτών ισχυρών οικογενειών, οι οποίες διέθεταν φιλικές σχέσεις, ως απειλή. Ο «επικεφαλής» των αντιπάλων τους στην Ελλάδα ήταν ο πολιτικός Ιωάννης Κωλέττης, ο οποίος κατάφερε και διέλυσε τον αρραβώνα. Η Μαντώ, μετά τον αρραβώνα επέστρεψε στο Ναύπλιο όπου ζούσε βαθιά καταθλιπτικά, σε κατάσταση εξαθλίωσης, στερήσεων και φτώχειας και δεν έλαβε κάποια τιμητική σύνταξη, ούτε της αποπληρώθηκε κάποιο ποσό από τα χρήματα που είχε δώσει για τη χρηματοδότηση των διάφορων μαχών. Μετά το θάνατο του Υψηλάντη και με ενέργειες του Ιωάννη Κωλέττη, εξορίστηκε από το Ναύπλιο και οδηγήθηκε στη Μύκονο.Ακολούθως μετακόμισε στην Πάρο το 1840, όπου κατοικούσαν μερικοί από τους συγγενείς της. Πέθανε από τυφοειδή πυρετό στην Πάρο τον Ιούλιο του 1840, μόνη, λησμονημένη και πάμφτωχη, έχοντας ξοδέψει όλη της την περιουσία για τον αγώνα για την ελευθερία.